Δημοσιεύθηκε, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’
2158), η υπ. αριθμ. 5791 / 29-05-2017 απόφαση της ολομέλειας της ΡΑΣ, σχετικά με το «Κανονιστικό Πλαίσιο της ΡΑΣ για την παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας».
metaforespress.gr
Αριθμ. 5791 (3)
Κανονιστικό Πλαίσιο για την Έγκριση Πλαισίου Εποπτείας της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρό- μων (ΡΑΣ) για την παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας.
Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ (ΡΑΣ)
(Συνεδρίαση 215/29.05.2017)
Λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
1. Τις διατάξεις της παρ.2 περ.23 του άρθρου 85 του ν. 4199/2013 (ΦΕΚ Α 266) " Δημόσιες υπεραστικές οδικές μεταφορές επιβατών-Ρυθμιστική Αρχή Επιβατικών Μεταφορών και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
2. Τις διατάξεις του ν. 3891/2010 (ΦΕΚ Α΄ 188/4-11-2010) "Αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και άλλες διατάξεις για το σιδηροδρομικό τομέα ", όπως ισχύει.
3. Τα άρθρα 4 παρ.1 , 16 παρ.2 στοιχ. ε) και στ) και 17 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας 2004/49 ΕΚ για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων.
4. Τις διατάξεις του π.δ. 160/2007 (ΦΕΚ 201 Α΄/ 23-08-2007) «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας» (Ε EL 164 της 30.4.2004 και Ε EL 220 της 21.6.2004) και τροποποίηση του π.δ. 41/2005.
5. Τις διατάξεις του ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α΄ 40/ 23-02-2007) «Σύσταση Αρχής για την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους ελληνικούς αερολιμένες και άλλες διατάξεις».
6. Τις διατάξεις της απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ΑΣ.4.2/οικ.26697/2422/07-05-2009 (ΦΕΚ Β 986/22-05-2009) «Διαδικασία Πιστοποίησης Ασφάλειας Σιδηροδρομικής Επιχείρησης και Έγκρισης Ασφάλειας Διαχειριστή Υποδομής».
7. Τις διατάξεις του ν.3911/2011 (ΦΕΚ Α΄ 12/08-02-2011) «Πιστοποίηση μηχανοδηγών και άλλες διατάξεις».
8. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1077/2012 «σχετικά με κοινή μέ- θοδο ασφάλειας για την εποπτεία από τις εθνικές αρχές ασφαλείας μετά την έκδοση πιστοποιητικού ασφαλείας ή έγκρισης ασφάλειας».
9. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1078/2012 «σχετικά με κοινή μέθοδο ασφάλειας που πρέπει να εφαρμόζουν σιδηροδρομική επιχείρηση ή διαχειριστής υποδομής για την παρακολούθηση μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφαλείας ή έγκρισης ασφαλείας, καθώς και φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί η συντήρηση».
10. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1158/2010 «περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης πιστοποιητικών σιδηροδρομικής ασφάλειας».
11. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1169/2010 «περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης έγκρισης σιδηροδρομικής ασφάλειας».
12. Το διεθνές πρότυπο ISO 19011 "Guidelines for auditing management systems".
13. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5328/09.01.2017 απόφαση της Ολομέλειας της ΡΑΣ.
14. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5425/07.02.2017 απόφαση της Ολομέλειας της ΡΑΣ.
15. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5783/26.05.2017 εισήγηση προς την Ολομέλεια της ΡΑΣ.
16. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Εκδίδει την παρούσα απόφαση της οποίας οι διατάξεις έχουν ως ακολούθως:
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η εξειδίκευση των απαιτήσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 1077/2012 σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου, στρατηγικής και σχεδίου (πλάνου) εποπτείας, κριτηρίων λήψης αποφάσεων και διαδικασιών για την εποπτεία από την Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (εφεξής καλούμενη η «Αρχή») των επιδόσεων ασφαλείας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας σε Σιδηροδρομική Επιχείρηση (ΣΕ) ή έγκρισης ασφάλειας σε Διαχειριστή Υποδομής (ΔΥ).
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, η «εποπτεία» έχει την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1158/2010 και στο άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1169/2010, ήτοι οι ρυθμίσεις που θεσπίζει η Αρχή για να παρακολουθεί τις επιδόσεις ασφάλειας μετά την χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας.
Άρθρο 3
Εποπτικές Δραστηριότητες
Οι εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής περιλαμβάνουν :
1. Ελέγχους (Audits) Συστημάτων Διαχείρισης Ασφάλειας (ΣΔΑ) κατά τους οποίους ελέγχεται η συμμόρφωση των ΣΕ και του ΔΥ με τις απαιτήσεις των οικείων ΣΔΑ καθώς και η συνέχιση ικανοποίησης των κριτηρίων του Παραρτήματος II των Κοινών Μεθόδων Ασφάλειας (ΚΜΑ)/ Κανονισμών (ΕΕ) 1158/2010 και 1169/2010 αντίστοιχα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορεί να οριζόντιοι εντός όλων των οργανικών μονάδων του ελεγχόμενου οργανισμού ή κάθετοι εντός μίας συγκεκριμένης οργανικής μονάδας.
2. Επιθεωρήσεις (Inspections) οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διαπίστωση ότι οι σιδηροδρομικοί οργανισμοί ελέγχουν και διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες τους. Οι επιθεωρήσεις περιλαμβάνουν:
• Επιθεωρήσεις Στοιχείων Υποδομής (όπως π.χ. τεχνικών έργων, ισόπεδων διαβάσεων, σταθμών κ.α.) ή άλλων Περιουσιακών Στοιχείων (π.χ. τροχαίου υλικού κ.α.). Οι παραπάνω επιθεωρήσεις είναι προληπτικές και μικρής χρονικής διάρκειας οι οποίες έχουν σκοπό τον έλεγχο του σιδηροδρομικού οργανισμού για το εφαρμοζόμενο από τον ίδιο σύστημα επιθεωρήσεων, το πρόγραμμα συντήρησης, την κατάσταση των προαναφερθέντων στοιχείων και τα κριτήρια καταλληλόλητας για χρήση τους.
• Επιθεωρήσεις Δραστηριοτήτων [όπως π.χ. η μηχανοδήγηση (Cab Ride)], ο έλεγχος επί των συρμών που κυκλοφορούν στην εθνική σιδηροδρομική υποδομή δυνάμει του άρθρου 29 του ν. 3911/2011, η φύλαξη ισόπεδων διαβάσεων, η σύνθεση αμαξοστοιχιών κ.α.).
Στις επιθεωρήσεις δραστηριοτήτων συνήθως παρατηρείται η τήρηση κανόνων από τον επιθεωρούμενο και ελέγχεται, μεταξύ άλλων, η συμμόρφωση των σιδηροδρομικών οργανισμών με τις απαιτήσεις των οικείων (Τεχνικών) Προτύπων, Κανονισμών και άλλων εταιρικών διαδικασιών, πέραν αυτών οι οποίες είναι ενταγμένες στο οικείο ΣΔΑ.
3. Συναντήσεις Εποπτείας οι οποίες λαμβάνουν χώρα με κάθε σιδηροδρομικό οργανισμό ξεχωριστά, με τη συμμετοχή τουλάχιστον των Επικεφαλής των οργανωτικών μονάδων Ασφάλειας των σιδηροδρομικών οργανισμών και με αντικείμενο ενδεικτικά την ανασκόπηση και την παρακολούθηση της πορείας των διορθωτικών ενεργειών για την άρση προηγούμενων μη συμμορφώσεων, την ανασκόπηση τυχόν ατυχημάτων και συμβάντων, εσωτερικών επιθεωρήσεων, οργανωτικών μεταβολών κ.α.
Στις Συναντήσεις Εποπτείας περιλαμβάνονται επίσης και οι κοινές συναντήσεις με όλους τους σιδηροδρομικούς φορείς οι οποίες διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ανά έτος, με ευρύτερη σύνθεση συμμετεχόντων και ατζέντα που καθορίζονται πριν την πραγματοποίησή τους.
4. Εξέταση Καταγγελιών σχετιζόμενες με θέματα ασφάλειας οι οποίες υποβάλλονται από τρίτους. Σύμφωνα με την πολιτική της Αρχής, όλες οι καταγγελίες πολιτών/ φυσικών προσώπων ή οργανισμών οι οποίες σχετίζονται με την ασφάλεια εξετάζονται από αρμόδιους επιθεωρητές οι οποίοι διερευνούν τις καταγγελίες ξεκινώντας διαβουλεύσεις με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και μπορούν κατά την κρίση της Ολομέλειας της Αρχής να διενεργούν, επίσης, σχετική επιθεώρηση. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει για ενδεχόμενες καταγγελίες εντός έξι (6) εβδομάδων το αργότερο από την παραλαβή όλων των σχετικών πληροφοριών. Ανάλογα της σοβαρότητας των καταγγελιών, δύναται να ενεργοποιηθεί η διαδικασία ακρόασης σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού Ακροάσεων της Αρχής (ΦΕΚ Β΄ 3080/04-12-2013). Για τη διενέργεια των παραπάνω εποπτικών δραστηριοτήτων της, η Αρχή εκδίδει και τηρεί σχετική Διαδικασία/Οδηγό Εφαρμογής ο οποίος δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Αρχής.
Άρθρο 4
Στρατηγική για την Εποπτεία
Η Αρχή με απόφασή της εγκρίνει, εκδίδει και εφαρμόζει Στρατηγική για την Εποπτεία τριετούς διάρκειας την οποία δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της. Η Στρατηγική για την Εποπτεία καλύπτει όλες τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 3 και του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) 1077/2012. Η Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των εποπτικών της δραστηριοτήτων ανασκοπεί σε τακτική βάση την Στρατηγική για την Εποπτεία και την επανεκδίδει κάθε τρία έτη.
Για την εφαρμογή της Στρατηγικής για την Εποπτεία η Αρχή εφαρμόζει τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες καθορίζονται στο Παράρτημα IV του Κανονισμού (ΕΕ) 1158/2010 και στο Παράρτημα III του Κανονισμού (ΕΕ) 1169/2010, ήτοι : (α) της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης, (β) της συνέπειας κατά την προσέγγιση, (γ) της στόχευσης των δράσεων επιβολής και του καθορισμού προτεραιοτήτων για τις εποπτικές δραστηριότητες, (δ) της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων, (ε) της διαφάνειας σχετικά με το πώς λειτουργεί η Αρχή και τι αναμένεται από τους εποπτευόμενους, (στ) της λογοδοσίας για τις αποφάσεις ή τις πράξεις της Αρχής, (ζ) της συνεργασίας με τις άλλες εθνικές αρχές για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και άλλες αρμόδιες αρχές. Η Αρχή εξειδικεύει και επεξηγεί τις προαναφερθείσες αρχές στην Στρατηγική για την Εποπτεία.
Άρθρο 5
Σχέδιο Εποπτείας
Η Αρχή με απόφαση της εγκρίνει και εκδίδει τον Δεκέμβριο κάθε έτους σχέδιο εποπτείας (εφεξής καλούμενο «πρόγραμμα εποπτικών δραστηριοτήτων») για το επόμενο έτος. Το πρόγραμμα εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τις εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής ανά μήνα του έτους και ανά σιδηροδρομικό οργανισμό και επίσης τους απαιτούμενους πόρους για την υλοποίηση κάθε εποπτικής δραστηριότητας.
Πέραν των προγραμματισμένων εποπτικών δραστηριοτήτων η Αρχή μπορεί να υλοποιεί επίσης έκτακτες ή αιφνίδιες εποπτικές δραστηριότητες. Για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προγράμματος εποπτικών δραστηριοτήτων, η Αρχή συλλέγει και αναλύει πληροφορίες από διάφορες πηγές όπως: αναφορές προηγούμενων εποπτικών δραστηριοτήτων, συναντήσεις με σιδηροδρομικούς οργανισμούς, πορίσματα διερεύνησης σιδηροδρομικών ατυχημάτων και συμβάντων, καταγγελίες, παράπονα πο- λιτών, εκθέσεις πεπραγμένων σιδηροδρομικών οργανισμών, κοινοί δείκτες ασφάλειας κ.α.
Άρθρο 6
Συγκρότηση Ομάδας Ελέγχου/Επιθεώρησης
Για την πραγματοποίηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της Αρχής και ειδικότερα των ελέγχων και των επιθεωρήσεων συγκροτείται, κατά περίπτωση, ομάδα ελέγχου/ επιθεώρησης, με απόφαση του Προέδρου της Αρχής. Στην απόφαση αυτή ορίζεται η σύνθεση της ομάδας ελέγχου ή επιθεώρησης ήτοι ο συντονιστής επιθεωρητής και οι υπόλοιποι επιθεωρητές, ο σκοπός και το αντικείμενο ελέγχου ή επιθεώρησης, το χρονικό διάστημα και ο τόπος διενέργειας του ελέγχου ή επιθεώρησης.
Η απόφαση συγκρότησης της ομάδας ελέγχου/επιθεώρησης αποτελεί ταυτόχρονα και την γραπτή εντολή ελέγχου ή επιθεώρησης από τον Πρόεδρο της Αρχής. Η απόφαση αυτή συνοδεύεται από σχετική εντολή υπηρεσιακής μετακίνησης η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Αρχής.
Στην περίπτωση προγραμματισμένων ή/και εκτάκτων ελέγχων και επιθεωρήσεων, προηγείται γραπτή ειδοποίηση του ελεγχόμενου σιδηροδρομικού οργανισμού στον οποίο γνωστοποιείται το πρόγραμμα του ελέγχου ή της επιθεώρησης.
Στην περίπτωση αιφνίδιου ελέγχου ή επιθεώρησης, δύναται να μην προηγηθεί προηγούμενη ειδοποίηση του ελεγχόμενου.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου/επιθεώρησης τα μέλη της ομάδας ελέγχου/επιθεώρησης οφείλουν να φέρουν μαζί τους:
α. Την εντολή ελέγχου/επιθεώρησης, την οποία επιδεικνύουν εάν αυτό ζητηθεί,
β. τις υπηρεσιακές ταυτότητες τις οποίες επιδεικνύουν εφόσον τους ζητηθεί.
Άρθρο 7
Τεχνικές Διεξαγωγής της Εποπτείας
Κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της Αρχής τηρούνται οι τεχνικές διεξαγωγής εποπτείας οι οποίες προβλέπονται στο διεθνές πρότυπο ISO 19011 "Guidelines for auditing management systems".
Άρθρο 8
Επάρκεια προσώπων που συμμετέχουν σε εποπτικές δραστηριότητες
Στις εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής συμμετέχουν πρόσωπα με ευρεία με γνώση του σιδηροδρομικού συστήματος, της σιδηροδρομικής νομοθεσίας, της σιδηροδρομικής τεχνολογίας, των προτύπων επιθεώρησης και εμπειρία τουλάχιστον τριών (3) ετών στον σιδηροδρομικό τομέα. Οι επιθεωρητές της Αρχής διαθέτουν πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης εκπαιδευτικού προγράμματος «Επικεφαλής Επιθεωρητή/Επιθεωρητή Συστημάτων Διαχείρισης» το οποίο ανανεώνουν κάθε πέντε (5) έτη ενώ κάθε δύο (2) έτη εκπαιδεύονται σε αντικείμενο σχετικό με τα συστήματα διαχείρισης ασφάλειας. Επιπροσθέτως, για την δυνατότητα διενέργειας ελέγχων και επιθεωρήσεων απαιτείται προηγουμένως η συμμετοχή τους ως παρατηρητές σε τρεις (3) συνολικά ελέγχους και επιθεωρήσεις. Πέραν των παραπάνω, οι επιθεωρητές της Αρχής διαθέτουν προσωπικές δεξιότητες όπως ενδεικτικά παρατηρικότητα, οξύνοια, επιμονή, αποφασιστικότητα, ακεραιότητα, συνεργατικότητα, επαγγελματισμό, οργανωτικότητα, εμπιστευτικότητα, προσέγγιση βασισμένη σε αντικειμενικές αποδείξεις κ.α.
Άρθρο 9
Αποτελέσματα Εποπτικών Δραστηριοτήτων
Κατά την διάρκεια ελέγχων/επιθεωρήσεων οι επιθεωρητές της Αρχής μπορούν να αναγνωρίζουν Μη Συμμορφώσεις και Προτάσεις Βελτίωσης τις οποίες καταγράφουν σε ειδικό έντυπο και στην έκθεση των ελέγχων/επιθεωρήσεων. Μη Συμμόρφωση καλείται η μη εκπλήρωση από τον σιδηροδρομικό οργανισμό μιας απαίτησης π.χ. της νομοθεσίας ή του ΣΔΑ ή ενός εξωτερικού εφαρμοστέου προτύπου/κανονισμού, η οποία αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο αποτυχίας ή απόκλισης της εφαρμογής του συστήματος. Για κάθε μη Συμμόρφωση ο επιθεωρούμενος σιδηροδρομικός οργανισμός καλείται να εκπονήσει πρόγραμμα διορθωτικών ενεργειών για την άρση της Μη Συμμόρφωσης. Το πρόγραμμα αυτό υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρχή και περιέχει την περιγραφή της διορθωτικής ενέργειας για την εξάλειψη των αιτιών της Μη Συμμόρφωσης, τους σχετικούς πόρους και υπευθυνότητες και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της διορθωτικής ενέργειας. Η Πρόταση Βελτίωσης αναφέρεται σε μια περιοχή του συστήματος ή του οργανισμού όπου κατά την άποψη των επιθεωρητών μπορεί να επιτευχθεί βελτίωση, με βάση στοιχεία τηρούμενων βέλτιστων πρακτικών. Η εφαρμογή της Πρότασης Βελτίωσης δεν είναι υποχρεωτική, η εφαρμογή και τυχόν οφέλη αξιολογούνται και αποφασίζονται από τον σιδηροδρομικό οργανισμό.
Άρθρο 10
Λήψη αποφάσεων
Η Αρχή λαμβάνει αιτιολογημένες αποφάσεις που αφορούν στις εποπτικές της δραστηριότητες. Ειδικότερα για τις περιπτώσεις Μη Συμμορφώσεων, οι επιθεωρητές της Αρχής αξιολογούν την διακινδύνευση και τις συνέπειες που μπορούν να προκαλέσουν, την φύση, την σοβαρότητα, την συχνότητα εμφάνισης και την διάρκεια, πριν τελικά εγκρίνουν το σχετικό πρό- γραμμα διορθωτικών ενεργειών του σιδηροδρομικού οργανισμού.
Η μη υποβολή προγράμματος διορθωτικών ενεργειών από τους επιθεωρούμενους σιδηροδρομικούς οργανισμούς και κατ’ επέκταση η αδυναμία άρσης Μη Συμμορφώσεων σύμφωνα με το πρόγραμμα διορθωτικών ενεργειών, δίνει στην Αρχή τη δυνατότητα για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με τις προ- βλέψεις των διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α΄ 40), του άρθρου 9 της Υπουργικής απόφασης ΑΣ.4.2/οικ. 26697/2422/07-05-2009 (ΦΕΚ Β΄ 986), του άρθρου 29 του ν. 3911/2011 και του άρθρου 32 του ν. 3891/2010. Άρθρο 11 Προσφυγές Οι ΣΕ και ο ΔΥ μπορούν να υποβάλλουν προσφυγή ενώπιον της Αρχής κατά αποφάσεων που λαμβάνονται από την Αρχή κατά την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία την οποία η Αρχή εγκρίνει και δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της. Σε κάθε περίπτωση, κατά των αποφάσεων της Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις ή/και κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών αποφάσεων της Αρχής, οι ΣΕ και ο ΔΥ μπορούν να υποβάλλουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3891/2010 και του ν. 3911/2011.
Άρθρο 12
Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς της παρούσας ξεκινά από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 29 Μαΐου 2017
Ο Πρόεδρος ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΙΑΜΑΝΤΗΣ
2158), η υπ. αριθμ. 5791 / 29-05-2017 απόφαση της ολομέλειας της ΡΑΣ, σχετικά με το «Κανονιστικό Πλαίσιο της ΡΑΣ για την παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας».
metaforespress.gr
Διαβάστε ολόκληρο το κανονιστικό πλαίσιο όπως δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
Αριθμ. 5791 (3)
Κανονιστικό Πλαίσιο για την Έγκριση Πλαισίου Εποπτείας της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρό- μων (ΡΑΣ) για την παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας.
Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ (ΡΑΣ)
(Συνεδρίαση 215/29.05.2017)
Λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
1. Τις διατάξεις της παρ.2 περ.23 του άρθρου 85 του ν. 4199/2013 (ΦΕΚ Α 266) " Δημόσιες υπεραστικές οδικές μεταφορές επιβατών-Ρυθμιστική Αρχή Επιβατικών Μεταφορών και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
2. Τις διατάξεις του ν. 3891/2010 (ΦΕΚ Α΄ 188/4-11-2010) "Αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και άλλες διατάξεις για το σιδηροδρομικό τομέα ", όπως ισχύει.
3. Τα άρθρα 4 παρ.1 , 16 παρ.2 στοιχ. ε) και στ) και 17 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας 2004/49 ΕΚ για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων.
4. Τις διατάξεις του π.δ. 160/2007 (ΦΕΚ 201 Α΄/ 23-08-2007) «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας» (Ε EL 164 της 30.4.2004 και Ε EL 220 της 21.6.2004) και τροποποίηση του π.δ. 41/2005.
5. Τις διατάξεις του ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α΄ 40/ 23-02-2007) «Σύσταση Αρχής για την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους ελληνικούς αερολιμένες και άλλες διατάξεις».
6. Τις διατάξεις της απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ΑΣ.4.2/οικ.26697/2422/07-05-2009 (ΦΕΚ Β 986/22-05-2009) «Διαδικασία Πιστοποίησης Ασφάλειας Σιδηροδρομικής Επιχείρησης και Έγκρισης Ασφάλειας Διαχειριστή Υποδομής».
7. Τις διατάξεις του ν.3911/2011 (ΦΕΚ Α΄ 12/08-02-2011) «Πιστοποίηση μηχανοδηγών και άλλες διατάξεις».
8. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1077/2012 «σχετικά με κοινή μέ- θοδο ασφάλειας για την εποπτεία από τις εθνικές αρχές ασφαλείας μετά την έκδοση πιστοποιητικού ασφαλείας ή έγκρισης ασφάλειας».
9. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1078/2012 «σχετικά με κοινή μέθοδο ασφάλειας που πρέπει να εφαρμόζουν σιδηροδρομική επιχείρηση ή διαχειριστής υποδομής για την παρακολούθηση μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφαλείας ή έγκρισης ασφαλείας, καθώς και φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί η συντήρηση».
10. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1158/2010 «περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης πιστοποιητικών σιδηροδρομικής ασφάλειας».
11. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 1169/2010 «περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης έγκρισης σιδηροδρομικής ασφάλειας».
12. Το διεθνές πρότυπο ISO 19011 "Guidelines for auditing management systems".
13. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5328/09.01.2017 απόφαση της Ολομέλειας της ΡΑΣ.
14. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5425/07.02.2017 απόφαση της Ολομέλειας της ΡΑΣ.
15. Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5783/26.05.2017 εισήγηση προς την Ολομέλεια της ΡΑΣ.
16. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Εκδίδει την παρούσα απόφαση της οποίας οι διατάξεις έχουν ως ακολούθως:
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η εξειδίκευση των απαιτήσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 1077/2012 σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου, στρατηγικής και σχεδίου (πλάνου) εποπτείας, κριτηρίων λήψης αποφάσεων και διαδικασιών για την εποπτεία από την Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (εφεξής καλούμενη η «Αρχή») των επιδόσεων ασφαλείας μετά τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας σε Σιδηροδρομική Επιχείρηση (ΣΕ) ή έγκρισης ασφάλειας σε Διαχειριστή Υποδομής (ΔΥ).
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, η «εποπτεία» έχει την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1158/2010 και στο άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1169/2010, ήτοι οι ρυθμίσεις που θεσπίζει η Αρχή για να παρακολουθεί τις επιδόσεις ασφάλειας μετά την χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας.
Άρθρο 3
Εποπτικές Δραστηριότητες
Οι εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής περιλαμβάνουν :
1. Ελέγχους (Audits) Συστημάτων Διαχείρισης Ασφάλειας (ΣΔΑ) κατά τους οποίους ελέγχεται η συμμόρφωση των ΣΕ και του ΔΥ με τις απαιτήσεις των οικείων ΣΔΑ καθώς και η συνέχιση ικανοποίησης των κριτηρίων του Παραρτήματος II των Κοινών Μεθόδων Ασφάλειας (ΚΜΑ)/ Κανονισμών (ΕΕ) 1158/2010 και 1169/2010 αντίστοιχα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορεί να οριζόντιοι εντός όλων των οργανικών μονάδων του ελεγχόμενου οργανισμού ή κάθετοι εντός μίας συγκεκριμένης οργανικής μονάδας.
2. Επιθεωρήσεις (Inspections) οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διαπίστωση ότι οι σιδηροδρομικοί οργανισμοί ελέγχουν και διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες τους. Οι επιθεωρήσεις περιλαμβάνουν:
• Επιθεωρήσεις Στοιχείων Υποδομής (όπως π.χ. τεχνικών έργων, ισόπεδων διαβάσεων, σταθμών κ.α.) ή άλλων Περιουσιακών Στοιχείων (π.χ. τροχαίου υλικού κ.α.). Οι παραπάνω επιθεωρήσεις είναι προληπτικές και μικρής χρονικής διάρκειας οι οποίες έχουν σκοπό τον έλεγχο του σιδηροδρομικού οργανισμού για το εφαρμοζόμενο από τον ίδιο σύστημα επιθεωρήσεων, το πρόγραμμα συντήρησης, την κατάσταση των προαναφερθέντων στοιχείων και τα κριτήρια καταλληλόλητας για χρήση τους.
• Επιθεωρήσεις Δραστηριοτήτων [όπως π.χ. η μηχανοδήγηση (Cab Ride)], ο έλεγχος επί των συρμών που κυκλοφορούν στην εθνική σιδηροδρομική υποδομή δυνάμει του άρθρου 29 του ν. 3911/2011, η φύλαξη ισόπεδων διαβάσεων, η σύνθεση αμαξοστοιχιών κ.α.).
Στις επιθεωρήσεις δραστηριοτήτων συνήθως παρατηρείται η τήρηση κανόνων από τον επιθεωρούμενο και ελέγχεται, μεταξύ άλλων, η συμμόρφωση των σιδηροδρομικών οργανισμών με τις απαιτήσεις των οικείων (Τεχνικών) Προτύπων, Κανονισμών και άλλων εταιρικών διαδικασιών, πέραν αυτών οι οποίες είναι ενταγμένες στο οικείο ΣΔΑ.
3. Συναντήσεις Εποπτείας οι οποίες λαμβάνουν χώρα με κάθε σιδηροδρομικό οργανισμό ξεχωριστά, με τη συμμετοχή τουλάχιστον των Επικεφαλής των οργανωτικών μονάδων Ασφάλειας των σιδηροδρομικών οργανισμών και με αντικείμενο ενδεικτικά την ανασκόπηση και την παρακολούθηση της πορείας των διορθωτικών ενεργειών για την άρση προηγούμενων μη συμμορφώσεων, την ανασκόπηση τυχόν ατυχημάτων και συμβάντων, εσωτερικών επιθεωρήσεων, οργανωτικών μεταβολών κ.α.
Στις Συναντήσεις Εποπτείας περιλαμβάνονται επίσης και οι κοινές συναντήσεις με όλους τους σιδηροδρομικούς φορείς οι οποίες διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ανά έτος, με ευρύτερη σύνθεση συμμετεχόντων και ατζέντα που καθορίζονται πριν την πραγματοποίησή τους.
4. Εξέταση Καταγγελιών σχετιζόμενες με θέματα ασφάλειας οι οποίες υποβάλλονται από τρίτους. Σύμφωνα με την πολιτική της Αρχής, όλες οι καταγγελίες πολιτών/ φυσικών προσώπων ή οργανισμών οι οποίες σχετίζονται με την ασφάλεια εξετάζονται από αρμόδιους επιθεωρητές οι οποίοι διερευνούν τις καταγγελίες ξεκινώντας διαβουλεύσεις με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και μπορούν κατά την κρίση της Ολομέλειας της Αρχής να διενεργούν, επίσης, σχετική επιθεώρηση. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει για ενδεχόμενες καταγγελίες εντός έξι (6) εβδομάδων το αργότερο από την παραλαβή όλων των σχετικών πληροφοριών. Ανάλογα της σοβαρότητας των καταγγελιών, δύναται να ενεργοποιηθεί η διαδικασία ακρόασης σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού Ακροάσεων της Αρχής (ΦΕΚ Β΄ 3080/04-12-2013). Για τη διενέργεια των παραπάνω εποπτικών δραστηριοτήτων της, η Αρχή εκδίδει και τηρεί σχετική Διαδικασία/Οδηγό Εφαρμογής ο οποίος δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Αρχής.
Άρθρο 4
Στρατηγική για την Εποπτεία
Η Αρχή με απόφασή της εγκρίνει, εκδίδει και εφαρμόζει Στρατηγική για την Εποπτεία τριετούς διάρκειας την οποία δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της. Η Στρατηγική για την Εποπτεία καλύπτει όλες τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 3 και του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) 1077/2012. Η Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των εποπτικών της δραστηριοτήτων ανασκοπεί σε τακτική βάση την Στρατηγική για την Εποπτεία και την επανεκδίδει κάθε τρία έτη.
Για την εφαρμογή της Στρατηγικής για την Εποπτεία η Αρχή εφαρμόζει τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες καθορίζονται στο Παράρτημα IV του Κανονισμού (ΕΕ) 1158/2010 και στο Παράρτημα III του Κανονισμού (ΕΕ) 1169/2010, ήτοι : (α) της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης, (β) της συνέπειας κατά την προσέγγιση, (γ) της στόχευσης των δράσεων επιβολής και του καθορισμού προτεραιοτήτων για τις εποπτικές δραστηριότητες, (δ) της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων, (ε) της διαφάνειας σχετικά με το πώς λειτουργεί η Αρχή και τι αναμένεται από τους εποπτευόμενους, (στ) της λογοδοσίας για τις αποφάσεις ή τις πράξεις της Αρχής, (ζ) της συνεργασίας με τις άλλες εθνικές αρχές για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και άλλες αρμόδιες αρχές. Η Αρχή εξειδικεύει και επεξηγεί τις προαναφερθείσες αρχές στην Στρατηγική για την Εποπτεία.
Άρθρο 5
Σχέδιο Εποπτείας
Η Αρχή με απόφαση της εγκρίνει και εκδίδει τον Δεκέμβριο κάθε έτους σχέδιο εποπτείας (εφεξής καλούμενο «πρόγραμμα εποπτικών δραστηριοτήτων») για το επόμενο έτος. Το πρόγραμμα εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τις εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής ανά μήνα του έτους και ανά σιδηροδρομικό οργανισμό και επίσης τους απαιτούμενους πόρους για την υλοποίηση κάθε εποπτικής δραστηριότητας.
Πέραν των προγραμματισμένων εποπτικών δραστηριοτήτων η Αρχή μπορεί να υλοποιεί επίσης έκτακτες ή αιφνίδιες εποπτικές δραστηριότητες. Για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προγράμματος εποπτικών δραστηριοτήτων, η Αρχή συλλέγει και αναλύει πληροφορίες από διάφορες πηγές όπως: αναφορές προηγούμενων εποπτικών δραστηριοτήτων, συναντήσεις με σιδηροδρομικούς οργανισμούς, πορίσματα διερεύνησης σιδηροδρομικών ατυχημάτων και συμβάντων, καταγγελίες, παράπονα πο- λιτών, εκθέσεις πεπραγμένων σιδηροδρομικών οργανισμών, κοινοί δείκτες ασφάλειας κ.α.
Άρθρο 6
Συγκρότηση Ομάδας Ελέγχου/Επιθεώρησης
Για την πραγματοποίηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της Αρχής και ειδικότερα των ελέγχων και των επιθεωρήσεων συγκροτείται, κατά περίπτωση, ομάδα ελέγχου/ επιθεώρησης, με απόφαση του Προέδρου της Αρχής. Στην απόφαση αυτή ορίζεται η σύνθεση της ομάδας ελέγχου ή επιθεώρησης ήτοι ο συντονιστής επιθεωρητής και οι υπόλοιποι επιθεωρητές, ο σκοπός και το αντικείμενο ελέγχου ή επιθεώρησης, το χρονικό διάστημα και ο τόπος διενέργειας του ελέγχου ή επιθεώρησης.
Η απόφαση συγκρότησης της ομάδας ελέγχου/επιθεώρησης αποτελεί ταυτόχρονα και την γραπτή εντολή ελέγχου ή επιθεώρησης από τον Πρόεδρο της Αρχής. Η απόφαση αυτή συνοδεύεται από σχετική εντολή υπηρεσιακής μετακίνησης η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Αρχής.
Στην περίπτωση προγραμματισμένων ή/και εκτάκτων ελέγχων και επιθεωρήσεων, προηγείται γραπτή ειδοποίηση του ελεγχόμενου σιδηροδρομικού οργανισμού στον οποίο γνωστοποιείται το πρόγραμμα του ελέγχου ή της επιθεώρησης.
Στην περίπτωση αιφνίδιου ελέγχου ή επιθεώρησης, δύναται να μην προηγηθεί προηγούμενη ειδοποίηση του ελεγχόμενου.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου/επιθεώρησης τα μέλη της ομάδας ελέγχου/επιθεώρησης οφείλουν να φέρουν μαζί τους:
α. Την εντολή ελέγχου/επιθεώρησης, την οποία επιδεικνύουν εάν αυτό ζητηθεί,
β. τις υπηρεσιακές ταυτότητες τις οποίες επιδεικνύουν εφόσον τους ζητηθεί.
Άρθρο 7
Τεχνικές Διεξαγωγής της Εποπτείας
Κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της Αρχής τηρούνται οι τεχνικές διεξαγωγής εποπτείας οι οποίες προβλέπονται στο διεθνές πρότυπο ISO 19011 "Guidelines for auditing management systems".
Άρθρο 8
Επάρκεια προσώπων που συμμετέχουν σε εποπτικές δραστηριότητες
Στις εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής συμμετέχουν πρόσωπα με ευρεία με γνώση του σιδηροδρομικού συστήματος, της σιδηροδρομικής νομοθεσίας, της σιδηροδρομικής τεχνολογίας, των προτύπων επιθεώρησης και εμπειρία τουλάχιστον τριών (3) ετών στον σιδηροδρομικό τομέα. Οι επιθεωρητές της Αρχής διαθέτουν πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης εκπαιδευτικού προγράμματος «Επικεφαλής Επιθεωρητή/Επιθεωρητή Συστημάτων Διαχείρισης» το οποίο ανανεώνουν κάθε πέντε (5) έτη ενώ κάθε δύο (2) έτη εκπαιδεύονται σε αντικείμενο σχετικό με τα συστήματα διαχείρισης ασφάλειας. Επιπροσθέτως, για την δυνατότητα διενέργειας ελέγχων και επιθεωρήσεων απαιτείται προηγουμένως η συμμετοχή τους ως παρατηρητές σε τρεις (3) συνολικά ελέγχους και επιθεωρήσεις. Πέραν των παραπάνω, οι επιθεωρητές της Αρχής διαθέτουν προσωπικές δεξιότητες όπως ενδεικτικά παρατηρικότητα, οξύνοια, επιμονή, αποφασιστικότητα, ακεραιότητα, συνεργατικότητα, επαγγελματισμό, οργανωτικότητα, εμπιστευτικότητα, προσέγγιση βασισμένη σε αντικειμενικές αποδείξεις κ.α.
Άρθρο 9
Αποτελέσματα Εποπτικών Δραστηριοτήτων
Κατά την διάρκεια ελέγχων/επιθεωρήσεων οι επιθεωρητές της Αρχής μπορούν να αναγνωρίζουν Μη Συμμορφώσεις και Προτάσεις Βελτίωσης τις οποίες καταγράφουν σε ειδικό έντυπο και στην έκθεση των ελέγχων/επιθεωρήσεων. Μη Συμμόρφωση καλείται η μη εκπλήρωση από τον σιδηροδρομικό οργανισμό μιας απαίτησης π.χ. της νομοθεσίας ή του ΣΔΑ ή ενός εξωτερικού εφαρμοστέου προτύπου/κανονισμού, η οποία αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο αποτυχίας ή απόκλισης της εφαρμογής του συστήματος. Για κάθε μη Συμμόρφωση ο επιθεωρούμενος σιδηροδρομικός οργανισμός καλείται να εκπονήσει πρόγραμμα διορθωτικών ενεργειών για την άρση της Μη Συμμόρφωσης. Το πρόγραμμα αυτό υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρχή και περιέχει την περιγραφή της διορθωτικής ενέργειας για την εξάλειψη των αιτιών της Μη Συμμόρφωσης, τους σχετικούς πόρους και υπευθυνότητες και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της διορθωτικής ενέργειας. Η Πρόταση Βελτίωσης αναφέρεται σε μια περιοχή του συστήματος ή του οργανισμού όπου κατά την άποψη των επιθεωρητών μπορεί να επιτευχθεί βελτίωση, με βάση στοιχεία τηρούμενων βέλτιστων πρακτικών. Η εφαρμογή της Πρότασης Βελτίωσης δεν είναι υποχρεωτική, η εφαρμογή και τυχόν οφέλη αξιολογούνται και αποφασίζονται από τον σιδηροδρομικό οργανισμό.
Άρθρο 10
Λήψη αποφάσεων
Η Αρχή λαμβάνει αιτιολογημένες αποφάσεις που αφορούν στις εποπτικές της δραστηριότητες. Ειδικότερα για τις περιπτώσεις Μη Συμμορφώσεων, οι επιθεωρητές της Αρχής αξιολογούν την διακινδύνευση και τις συνέπειες που μπορούν να προκαλέσουν, την φύση, την σοβαρότητα, την συχνότητα εμφάνισης και την διάρκεια, πριν τελικά εγκρίνουν το σχετικό πρό- γραμμα διορθωτικών ενεργειών του σιδηροδρομικού οργανισμού.
Η μη υποβολή προγράμματος διορθωτικών ενεργειών από τους επιθεωρούμενους σιδηροδρομικούς οργανισμούς και κατ’ επέκταση η αδυναμία άρσης Μη Συμμορφώσεων σύμφωνα με το πρόγραμμα διορθωτικών ενεργειών, δίνει στην Αρχή τη δυνατότητα για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με τις προ- βλέψεις των διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α΄ 40), του άρθρου 9 της Υπουργικής απόφασης ΑΣ.4.2/οικ. 26697/2422/07-05-2009 (ΦΕΚ Β΄ 986), του άρθρου 29 του ν. 3911/2011 και του άρθρου 32 του ν. 3891/2010. Άρθρο 11 Προσφυγές Οι ΣΕ και ο ΔΥ μπορούν να υποβάλλουν προσφυγή ενώπιον της Αρχής κατά αποφάσεων που λαμβάνονται από την Αρχή κατά την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία την οποία η Αρχή εγκρίνει και δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της. Σε κάθε περίπτωση, κατά των αποφάσεων της Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις ή/και κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών αποφάσεων της Αρχής, οι ΣΕ και ο ΔΥ μπορούν να υποβάλλουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3891/2010 και του ν. 3911/2011.
Άρθρο 12
Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς της παρούσας ξεκινά από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 29 Μαΐου 2017
Ο Πρόεδρος ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΙΑΜΑΝΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια τα οποία είναι υβριστικά, προκλητικά ή συκοφαντικά θα διαγράφονται. Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις και προωθείται ουσιαστικός διάλογος.
@ Την νομική ευθύνη των σχολίων την έχουν οι ίδιοι οι σχολιαστές.